Παρασκευή, 18 Οκτωβρίου 2024

Ο λόγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα και τα διδάγματά του

Share

Ο λόγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα και τα διδάγματά του

ΕΦΗΜΕΡΊΣ «Ο ΑΙΩΝ» 13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1838

Στην εφημερίδα «Αιών», στο φύλλο της 13 ης Νοεμβρίου του 1838, δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο «Ο ΚΑΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΠΝΥΞ»

…κατά την 7 του 8βρίου ο Στρατηγός Θ. Κολοκοτρώνης, σύμβουλος εν ενεργεία, επισκεφθείς το Ελληνικόν Γυμνάσιον της Καθέδρας, ηκροάσθη μίαν και ημίσειαν ώραν τον πεπαιδευμένον Γυμνασιάρχων κ. Γενάδιον παραδίδοντα.

Ενθουσιασθείς και …(Ακολουθεί Παράρτημα).
(http://195.251.59.97/viewer/BnlViewer/view/index.html?lang=el#panel: pp|issue:aion@18381113|page:4).

Ο Γέρος του Μωριά, που πρωταγωνίστησε όχι μόνο εξαιτίας του ρόλου του στην Επανάσταση, αλλά και για την ενσυναίσθηση, την αγάπη και την ανησυχία του για το μέλλον του Ελληνικού Έθνους, για τα παιδιά, αν και δεν ήταν μορφωμένος με την ακαδημαϊκή έννοια του όρου, εκφώνησε έναν από τους σημαντικότερους λόγους στη νεότερη ιστορίας της χώρας.

Δεν μίλησε με το στόμα του, αλλά με την ψυχή του.

Εκφώνησε έναν λόγο που χαρακτηρίστηκε, ως η πνευματική παρακαταθήκη του Κολοκοτρώνη στη νέα γενιά και ως τέτοια λογίζεται από τότε μέχρι και τις ημέρες μας.

Και όμως οι όποιοι αρμόδιοι για την εκπαίδευση των νέων μας έτη πολλά, τον αποκρύπτουν και αυτόν…

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης,

Παιδιά μου,
Εις τον τόπο τούτο, όπου εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ ούτε να φθάσω τα ίχνη των.

Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλην δόξαν των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρόν του αγώνος και προ αυτού και ύστερα από αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν επιτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνον ηξεύρει τα μέλλοντα.

Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμή έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας.

Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο.

Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα.

Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα.

Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ΄απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα.

Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν.

Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του.

Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ΄ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν.

Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε.

Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας.

Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος.

Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη.

Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα• διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού.

Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι.

Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν
κατάσταση ευρισκόμεθα τότε.

Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι.

Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι.

Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη.

Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά.

Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα…

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας.

Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα τηςδιχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια.

Εμάς μη μας τηράτε πλέον.

Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει.

Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα.

Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε• και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας
Όθων!

Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι!

Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!

Αυτά είπε προς του νέους Έλληνες μαθητές της Α’ Γυμνασίου τότε, στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επισκεπτόμενος το σχολείο που δίδασκε ο Γυμνασιάρχης Γενάδιος.

Εκεί γεννήθηκε στην ψυχή του η επιθυμία να μιλήσει στουςνέους, που αποδέχτηκε ο γυμνασιάρχης.

Και την επομένη δύο μαθητές τον προσκάλεσαν από την οικία του, στο λόγο της Πνύκας, όπου εκτός των μαθητών συνέρευσε πλήθος διψασμένου για μάθηση κόσμου, προκειμένου να ακούσει τον «Γέρο του Μωριά» και να βυζάξει τον λόγο του.

Δικαίως ένας νέος στις μέρες μας θα ρωτήσει, “ποίου τον λόγο θα πρέπει να ακούσω σήμερα”; Του όποιου πολιτικού που καταστρέφει την πατρίδα μας;

Του όποιου ιερωμένου που απουσιάζει από τα κοινά;

Τουόποιου δικαστικού που προδίδει τη Δικαιοσύνη;

Του όποιου επιστήμονα που προδίδει την ιερή Επιστήμη και υπηρετεί την ύλη και το χρήμα;

Του όποιου εκπαιδευτικού που προδίδει το λειτούργημά του;

Του όποιου λειτουργού των ΜΜΕ που αποκρύπτει ή παραποιεί την αλήθεια;

Του όποιου παραγωγού κίβδηλων ή παρά φύσιν προτύπων;

Του όποιου αρνητή του φύλου του; Του όποιου εμπόρου ναρκωτικών ουσιών;

Του όποιου αιρετικού; Του όποιου αλλοδαπού;

Ή μήπως των αρχαίων Ελλήνων σοφών, των Πατέρων της Χριστιανικής πίστης μας, των όσων αγωνίστηκαν για την «ελευθερία» της πατρίδας του;

Μα πάνω απ’ όλα του γονιού του, του μόνου που τοναγαπά πραγματικά, συνειδητά και μάχεται γι΄αυτόν καθημερινά.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σε αγαπούσε πραγματικά νέα και νέε του σήμερα.

Δεν μιλούσε μόνον για το παρόν, αλλά για το μέλλον της δύσμοιρης Πατρίδας μας, της Ελλάδας.

Διότι εκείνος έπραξε το χρέος του για σένα, για τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου, για το μέλλον σου.

Έφυγε κάποτε από τη ζωή ο μεγάλος εκείνος Άνθρωπος και Έλληνας.

Κι εμείς θα φύγουμε αργά ή γρήγορα.

Ένα μόνον δεν θα πεθάνει, αλλά θα ζει στο επέκεινα.

Η «Ελληνική Πνευματική Ελλάδα και η Ορθοδοξία», αυτά που υπηρέτησε ο «Γέρος του Μωριά», διότι ουδείς είναι ικανός να τα αγγίξει καν, ή να τα βλάψει.

Αυτά που πρέπει να διαφυλάξουμε κι εμείς σήμερα, εάν το επιθυμούμε και το θέλουμε.

Την ελευθερία μας, τις παραδόσεις και τις αξίες μας, το ιερό έδαφος της πατρίδας μας.

Τα εθνικά μας όρια. Και να μην λησμονούμε και τον απόδημο ελληνισμό και τις πατρίδες που χάσαμε.

Κυρίως, να μην χάσουμε την ψυχή μας.

Παναγιώτης Δ, Ιωαννίδης
Ποιητής, συγγραφέας, Πρεσβευτής της Ειρήνης

 

 

Διαβάστε περισσότερα

Άλλες ειδήσεις